ἀκροβηματίζω
From LSJ
English (LSJ)
= ἀκροτίω, Hsch., Sch.Il.13.158.
Spanish (DGE)
1 andar de puntillas, Lyr.Iamb.Adesp.35.2W., Sch.Er.Il.13.158.
2 detenerse en un extremo del estrado ἀκροβημάτιζε· ἐπ' ἄκροις τοῖς βήμασιν ἵστασο Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβηματίζω: ἀκροβατέω, Ἡσύχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 158.
Greek Monolingual
ἀκροβηματίζω (Μ)
ακροβατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + βηματίζω.