ἀλιτοφροσύνη
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ἡ, wicked mind, AP7.648.10 (Leon.).
Spanish (DGE)
(ἀλῐτοφροσύνη) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
mentalidad impía, AP 7.648.10 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, Frevelsinn, βιότου Leon. Tar. 64; Agath. 83 (VII, 648. 574).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
scélératesse.
Étymologie: ἀλιταίνω, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐτοφροσύνη: ἡ преступный образ мыслей, порочность Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτοφροσύνη: ἡ, = ἀνόσιον φρόνημα, Ἀνθ. Π. 7. 648.
Greek Monolingual
ἀλιτοφροσύνη, η (Α)
ανόσιο φρόνημα, ασέβεια, μωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτόφρων < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόριστος β΄ του ρ. ἀλιταίνω) + -φρων < φρήν.
Greek Monotonic
ἀλῐτοφροσύνη: ἡ (φρήν), πονηρό φρόνημα, σε Ανθ.