ἀλλακτικός
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
ἀλλακτική, ἀλλακτικόν, of or for exchange: ἡ ἀλλακτική or τὸ ἀλλακτικόν = the business of exchange, Pl. Sph.223c; κοινωνία ἀλλακτική Arist.EN1132b31. Adv. ἀλλακτικῶς = in exchange, Sch.E.Hec.1159.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 econ. relativo al intercambio μέρος ... ἀ. (τῆς κτητικῆς τέχνης) Pl.Sph.223c, κοινωνία ἀλλακτική = sociedad basada en el intercambio esp. la monetaria, Arist.EN 1132b31
•subst. ἡ ἀλλακτική (sc. τέχνη) el intercambio Pl.Sph.223c.
2 adv. ἀλλακτικῶς = a cambio ἀλλακτικῶς λαμβάνουσαι Sch.E.Hec.1159.
German (Pape)
[Seite 102] den Tausch, Handelsverkehr betreffend; Plat. Soph. 223 c τὸ τῆς κτητικῆς τέχνης εἶδος – τὸ ἀλλ.; κοινωνίαι Arist. Eth. 5, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλακτικός: связанный с обменом, меновой: αἱ κοινωνίαι ἀλλακτικαί Arst. меновые общественные отношения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλακτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἐ ἀνταλλαγήν: ἡ -κὴ ἢ τὸ -κόν, ἡ τέχνη τῆς ἀνταλλαγῆς, Πλάτ. Σοφ. 223C· κοινωνία ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀλλακτικός, -ή, -όν) ἀλλάσσω
ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι' αυτήν
νεοελλ.
(το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή -χτικά
το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων, επιταγών
μσν.
επίρρ. ἀλλακτικῶς
με ανταλλαγή
ΙΙ αρχ. (το θηλυκό και ουδέτερο ως ουσιαστικό) ή ἀλλακτική ή τὸ ἀλλακτικόν η τέχνη της ανταλλαγής, του να συναλλάσσεται κανείς.