ἀλσηίς

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλσηίς Medium diacritics: ἀλσηίς Low diacritics: αλσηίς Capitals: ΑΛΣΗΙΣ
Transliteration A: alsēís Transliteration B: alsēis Transliteration C: alsiis Beta Code: a)lshi/s

English (LSJ)

ἡ, (ἄλσος) of the grove, νύμφαι A.R.1.1066.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ del soto νύμφαι A.R.1.1066, cf. 4.1151.

Greek Monolingual

ἀλσηὶς (-ίδος), η (Α) (ἄλσος)
αυτή που ανήκει, που έχει για κατοικία της το άλσος.