ἀμάλθακτος
English (LSJ)
ἀμάλθακτον, (μαλθάσσω) unmitigated, Aret.CA2.11; inexorable, φρένες AP5.233 (Paul. Sil.); ἐπιθυμία Olymp.in Alc.p.66C.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede mitigar ἐπὶ τοῖσι ἀφροδισίοισι ἀ. ἡ ξυμφορή Aret.CA 2.11.1, φλεγμωνή Cyr.Al.M.71.841D.
2 obstinado, tenaz φρένες AP 5.234 (Paul.Sil.), ἐπιθυμία Olymp.in Alc.66.3, γνώμη Ast.Am.Hom.M.40.344, cf. Hsch.
•de los pecadores, Cyr.Al.M.71.728C
•que resiste, que no se doblega ἀρρενωπῶς ἀ. εἶναι Dion.Ar.M.3.401C.
German (Pape)
[Seite 115] unerweichlich, hart, φρένες Paul. Sil. 32 (V, 234).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut amollir, dur.
Étymologie: ἀ, μαλθάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάλθακτος: несмягчающийся, непреклонный (φρένες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάλθακτος: -ον, μαλθάσσω = ἀμάλακτος, Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 11, Ἀνθ. Π. 5. 234.
Greek Monotonic
ἀμάλθακτος: -ον (μαλθάσσω) = ἀμάλακτος, σε Ανθ.