ἀμαλάπτω
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
= ἀμαλδύνω, destroy, efface, aor. ἠμάλαψα S.Fr.465, Lyc.34:—Pass., ἀμαλαπτομέναν prob. in A.Pr.899 (Weil).
Spanish (DGE)
(ἀμᾰλάπτω)
• Prosodia: [ᾰ-]
aniquilar, arruinar, consumir παρθενίαν ... Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν ... ἀλατείαις ὕπο A.Pr.899, cf. S.Pr.465, ὅν ποτε γνάθοις ... ἠμάλαψε ... κύων Lyc.34.
German (Pape)
= ἀμαλδύνω, Soph. frg. 413 bei Hesych.; Lycophr. 34.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰλάπτω: Soph. = ἀμαλδύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰλάπτω: τῷ ἑπομ., καταστρέφω, ἐξαλείφω: ἀόρ. ἠμάλαψα, Σοφ. Ἀποσπ. 413. Λυκόφρ. 34, πρβλ. Φώτ. 68, 3: ἀμαλαπτομέναν διορθοῖ ὁ Weil ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 899 ἀντὶ γάμῳ δαπτομέναν.
Greek Monolingual
ἀμαλάπτω (Α)
καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε -άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.].