ἀμαλάπτω

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰλάπτω Medium diacritics: ἀμαλάπτω Low diacritics: αμαλάπτω Capitals: ΑΜΑΛΑΠΤΩ
Transliteration A: amaláptō Transliteration B: amalaptō Transliteration C: amalapto Beta Code: a)mala/ptw

English (LSJ)

= ἀμαλδύνω, destroy, efface, aor. ἠμάλαψα S.Fr.465, Lyc.34:—Pass., ἀμαλαπτομέναν prob. in A.Pr.899 (Weil).

Spanish (DGE)

(ἀμᾰλάπτω)
• Prosodia: [ᾰ-]
aniquilar, arruinar, consumir παρθενίαν ... Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν ... ἀλατείαις ὕπο A.Pr.899, cf. S.Pr.465, ὅν ποτε γνάθοις ... ἠμάλαψε ... κύων Lyc.34.

German (Pape)

ἀμαλδύνω, Soph. frg. 413 bei Hesych.; Lycophr. 34.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰλάπτω: Soph. = ἀμαλδύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰλάπτω: τῷ ἑπομ., καταστρέφω, ἐξαλείφω: ἀόρ. ἠμάλαψα, Σοφ. Ἀποσπ. 413. Λυκόφρ. 34, πρβλ. Φώτ. 68, 3: ἀμαλαπτομέναν διορθοῖ ὁ Weil ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 899 ἀντὶ γάμῳ δαπτομέναν.

Greek Monolingual

ἀμαλάπτω (Α)
καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε -άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.].