ἀμύθευτος
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Spanish (DGE)
ἀμύθητος, ἀμύθητον
• Alolema(s): ἀμύθευτος Anast.Ant.Fid.M.89.1404C
• Prosodia: [-ῡ-]
indecible, indescriptible, innumerable χρήματα D.4.34, D.Chr.40.14, D.C.43.24.1, κακὰ καὶ πράγματα D.21.17, τρόποι Epicur.Ep.[3] 115.8, πλῆθος ... τῶν (μυῶν) ἀρουραίων Arist.HA 580b16, cf. Plb.2.26.5, Mnesim.4.46, Agatarch.58, D.S.1.74, βροτοί LXX Ib.36.28, σφαγαί LXX 2Ma.12.16, μυριάδες ἀνθρώπων D.Chr.13.24, στρουθοί D.S.3.30, μαργείτεια Phld.Rh.p.259Aur., ἐρημία Phleg.36 p.1176, ἰχθῦς D.C.45.17.7, διαφωνία S.E.P.2.21, λόγος Anast.Ant.l.c., ἰδέαι Ph.1.9, ἀγαθά PMasp.151.256 (VI a.C.).
Translations
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని