ἀμύθευτος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Spanish (DGE)

ἀμύθητος, ἀμύθητον
• Alolema(s): ἀμύθευτος Anast.Ant.Fid.M.89.1404C
• Prosodia: [-ῡ-]
indecible, indescriptible, innumerable χρήματα D.4.34, D.Chr.40.14, D.C.43.24.1, κακὰ καὶ πράγματα D.21.17, τρόποι Epicur.Ep.[3] 115.8, πλῆθος ... τῶν (μυῶν) ἀρουραίων Arist.HA 580b16, cf. Plb.2.26.5, Mnesim.4.46, Agatarch.58, D.S.1.74, βροτοί LXX Ib.36.28, σφαγαί LXX 2Ma.12.16, μυριάδες ἀνθρώπων D.Chr.13.24, στρουθοί D.S.3.30, μαργείτεια Phld.Rh.p.259Aur., ἐρημία Phleg.36 p.1176, ἰχθῦς D.C.45.17.7, διαφωνία S.E.P.2.21, λόγος Anast.Ant.l.c., ἰδέαι Ph.1.9, ἀγαθά PMasp.151.256 (VI a.C.).

Translations