ἀλάλητος

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓λᾰ́λητος Medium diacritics: ἀλάλητος Low diacritics: αλάλητος Capitals: ΑΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: alálētos Transliteration B: alalētos Transliteration C: alalitos Beta Code: a)la/lhtos

English (LSJ)

[λᾰ], ον,
A unspeakable, unutterable, v.l. in Thgn.422, cf. AP5.3 (Phld.), Ep.Rom.8.26. Adv. ἀλαλήτως, as expl. of ἀλόγως, Eust. 723.30.
II ἀλάλητα· ξύλα ποταμόκλυστα, γομφώδη, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
I 1tácito, silencioso, no pronunciado φωνή Gr.Nyss.V.Mos.14.1.
2 indecible subst. secreto τὸν σιγῶντα συνίστορα τῶν ἀλαλήτως AP 5.4 (Phld.)
inefable, inenarrable στεναγμοί, φωναί Ep.Rom.8.26, Gr.Nyss.M.46.25A.
3 que no se debe decir σφιν πόλλ' ἀλάλητα πέλει Thgn.6Y.
II adv. ἀλαλήτως = sin hablar Eust.723.30.

German (Pape)

[Seite 88] unaussprechlich, N.T.; τὰ, die Geheimnisse, Philodem. 17 (V, 4). – Adv. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indicible.
Étymologie: , λαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλάλητος -ον [ἀ-, λαλέω onuitsprekelijk.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάλητος: (λᾰ) невыразимый, несказанный Anth., NT: τὰ ἀλάλητα Anth. тайны.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of λαλέω; unspeakable: unutterable, which cannot be uttered.

English (Thayer)

(λαλητός from λαλέω; (cf. Winer's Grammar, 23)), not to be uttered, not to be expressed in words: στεναγμοί mute sighs, the expression of which is suppressed by grief, Winer's Grammar, 97 (92)). (Anth. Pal. 5,4 συνίστορα ἀλαλήτων, i. e. of love-secrets.)

Greek Monotonic

ἀλάλητος: [λᾰ], -ον (λαλέω), άρρητος, ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλητος: -ον, ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Ἀνθ. Π. 54, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 26.

Chinese

原文音譯:¢l£letoj 阿-拉累拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-說的
字義溯源:不能以言語表達,說不出來的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 用說不出來的(1) 羅8:26

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని