ἀνάλιστος
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ἀνάλιστον, unsalted: silly, Timo 35.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
sin sal, soso fig. πλατυρημοσύνη Timo 35.
German (Pape)
[Seite 196] ungesalzen, Plut.; Tim. Phlias.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλιστος: несоленый, перен. лишенный соли Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλιστος: -ον, ἀναλάτιστος, ἀνάλατος, ἀνόητος, μωρός, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 67.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλιστος, -ον)
αναλάτιστος, ανάλατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»].