ἀνάπλωσις
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A unfolding; explanation, Erot.Praef.p.9 N., Alex.Aphr.in Metaph.467.8.
II unfolding, evolution, ἡ τῶν λόγων ἐξέλιξις καὶ ἀ. Plot.5.7.3; opp. συνείλησις, Iamb.Comm. Math.12.
III simplification, Dam.Pr.26,70.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1explicación τὴν τῶν λέξεων ἀνάπλωσιν Erot.9.6, cf. Alex.Aphr.in Metaph.467.8.
2 desarrollo τῶν λόγων ἁπάντων ἐξελίξει καὶ ἀναπλώσει Plot.5.7.3, cf. Iambl.Comm.Math.12.
II simplificación τὸ δὲ ἁπλῶς λεγόμενον ἓν καὶ ὑπὲρ ταύτην ἐστὶ τὴν ἀ. Dam.Pr.26, cf. 70.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, die Entfaltung, Entwickelung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλωσις: -εως, ἡ, (ἁπλόω) ἀνάπτυξις, ἐξέλιξις, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Ἐρωτιαν, ― «τῇ τῶν λόγων ἁπάντων ἐξελίξει καὶ ἀναπλώσει» Wakef. Πλωτ. σ. 541A.
Greek Monolingual
ἀνάπλωσις (-εως), η (Α)
1. ανάπτυξη, εξήγηση
2. άπλωση, εξέλιξη.