ἀναγώγιος
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
ἀναγώγιον,
A raising the mind to heavenly things, mystical, κέντρα, πῦρ, Procl.H. 2.5,4.2.
II ἀναγώγιον, τό, reward for restoration of a fugitive slave, σώματος Milet.3No.150.97.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que eleva (el alma) c. gen. obj. μερόπων ἀ. ... φῶς Procl.H.3.1, cf. 4.2, πεσόντων ἀ. τις ἀλκά Synes.Hymn.9.103
•abs. ἀ. ἔρωτες Synes.Hymn.9.119.
2 que hace brotar πόθων ἀ. κέντρα Procl.H.2.5.
3 τὰ Ἀ. sacrificios para lograr buena travesía marítima en honor de Afrodita en Erice, Ael.VH 1.15.
II τὸ ἀ. recompensa por la devolución de un esclavo huido τοῦ σώματος Milet 1(3).150.97.
German (Pape)
[Seite 185] dasselbe, Procl. Hymn. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gagne le large : τὰ ἀναγώγια (ἱερά) sacrifice pour obtenir une heureuse traversée.
Étymologie: ἀνάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγώγιος: -ον, = τῷ προηγ. Πρόκλ. Ὕμν. εἰς τὰς Μούσ. 19.
Greek Monolingual
ἀναγώγιος, -ον (ΑΜ) ἀναγωγή
αυτός που μεταρσιώνει τη διάνοια.