ἀνακρήμνημι
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
= ἀνακρεμάννυμι, shore up, J.BJ5.11.4; undermine, ὑπονόμοις τὸ τεῖχος App.Mith.75:—also ἀνακρημνάω, prob. in J.BJ2.17.8, AJ7.10.2.
Spanish (DGE)
colgar, dejar colgado de unas defensas minadas τὰ ἔργα I.BI 5.469, ὑπονόμοις τὸ τεῖχος App.Mith.75.
German (Pape)
[Seite 193] umstürzen, App. Mithr. 75 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρήμνημι: ἀνακρεμάννυμι, Ἀππ. Μιθρ. 75· ἀνακρ. θηρίον τῆς οὐρᾶς, ἐκ τῆς οὐρᾶς αὐτοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 274.
Greek Monolingual
ἀνακρήμνημι (Α)
ἀνακρεμάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρήμνημι «κρεμώ»].