ἀναμαιμάω
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
rage through, ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ' ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Il.20.490.
Spanish (DGE)
brotar, correr a través de ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ' ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Il.20.490.
German (Pape)
[Seite 197] Hom., ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ'ἄγκεα πῦρ, das Feuer durchwüthet die Thäler, Il. 20, 490.
French (Bailly abrégé)
ἀναμαιμῶ :
seul. prés.
s'élancer furieusement à travers, acc..
Étymologie: ἀνά, μαιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμαιμάω: вихрем проноситься (через) (βαθέ᾽ ἄγκεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμαιμάω: ἐπὶ πυρός, νέμομαι, ἐπεκτείνομαι κατακαίων μεθ’ ὁρμῆς, ὡς δ’ ἀναμαιμάει βαθέ’ ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Υ. 490.
English (Autenrieth)
(cf. μέμαα): rage through, τῦρ, Il. 20.490†.
Greek Monolingual
ἀναμαιμάω (Α)
(για φωτιά) επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
ἀναμαιμάω: μόνο στον ενεστ., μαίνομαι, επεκτείνομαι με μανία, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.