ἀναμαιμάω

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαιμάω Medium diacritics: ἀναμαιμάω Low diacritics: αναμαιμάω Capitals: ΑΝΑΜΑΙΜΑΩ
Transliteration A: anamaimáō Transliteration B: anamaimaō Transliteration C: anamaimao Beta Code: a)namaima/w

English (LSJ)

rage through, ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ' ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Il.20.490.

Spanish (DGE)

brotar, correr a través de ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ' ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Il.20.490.

German (Pape)

[Seite 197] Hom., ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ'ἄγκεα πῦρ, das Feuer durchwüthet die Thäler, Il. 20, 490.

French (Bailly abrégé)

ἀναμαιμῶ :
seul. prés.
s'élancer furieusement à travers, acc..
Étymologie: ἀνά, μαιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμαιμάω: вихрем проноситься (через) (βαθέ᾽ ἄγκεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαιμάω: ἐπὶ πυρός, νέμομαι, ἐπεκτείνομαι κατακαίων μεθ’ ὁρμῆς, ὡς δ’ ἀναμαιμάει βαθέ’ ἄγκεα θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Υ. 490.

English (Autenrieth)

(cf. μέμαα): rage through, τῦρ, Il. 20.490†.

Greek Monolingual

ἀναμαιμάω (Α)
(για φωτιά) επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ἀναμαιμάω: μόνο στον ενεστ., μαίνομαι, επεκτείνομαι με μανία, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

only in pres.]
to rage through, c. acc., Il.