ἀνειμένος

From LSJ

English (Woodhouse)

(see also: ἀνίημι) loose, remiss, slack, streaming, unbridled, ungovernable, unrestrained, untidy, wanton, allowed to go free, at large, at liberty, consecrated to, fond of, hallowed to, lax morally, left at arge

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Spanish (DGE)

-η, -ον
perf. part. pas. de ἀνίημι
I 1ret. laxo, descuidado περίοδος Demetr.Eloc.21
subst. γοργότητι γὰρ ἐναντίον τὸ ἀνειμένον καὶ ὕπτιον Hermog.Id.2.1 (p.312).
2 gram. relajado, descendente del acento grave, Sch.D.T.130.7.
II adv. ἀνειμένως
1 sin freno, sin traba, libremente διαιτώμενοι Th.2.39, πίνειν X.Cyr.4.5.8, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7, ζῆν Arist.EN 1114a5, ὀργισθῆναι Arist.EN 1105b27.
2 francamente ποιεῖσθαι τοὺς λόγους Isoc.8.41
abiertamente κατηγορίαν τινὸς ποιήσασθαι Aristid.2.116.
3 flojo ἐπιδῆσαι Hp.Medic.4
en forma suave σκορδόπρασον ... ποιοῦν ὅσα καὶ τὸ πράσον καὶ τὸ σκόρδον, ἀνειμένως μέντοι el ajipuerro tiene las mismas propiedades que el puerro y el ajo, pero en forma más suave Dsc.2.153, cf. 5.159
gram. átono op. περισπωμένως, ὀξυτόνως Anon.in SE 8.23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. Pass. de ἀνίημι;
relâché ; dispensé du travail.

Greek Monotonic

ἀνειμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ἀν-ίημι, χρησιμ. ως επίθ.,
I. απελευθερωμένος, απαλλαγμένος από τον πόνο ή τον μόχθο, λέγεται για ζώα αφιερωμένα στους θεούς, σε Σοφ.· μεταφ., ἀν. ἔς τι, αφοσιωμένος σε κάτι, σε Ηρόδ.
II. αμελώς, απερίσκεπτα, σε Θουκ.· ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης, όταν το μυαλό τους είναι ελεύθερο, στον ίδ.· επίρρ. ἀνειμένως, ελεύθερα, απρόσεχτα, χωρίς περιορισμό, σε Θουκ., Ξεν.

Lexicon Thucydideum

remissus, relaxed, loose, 1.6.3,
remissio, relaxation, remission, 5.9.6.