ἀνεμοφθορία

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεμοφθορία Medium diacritics: ἀνεμοφθορία Low diacritics: ανεμοφθορία Capitals: ΑΝΕΜΟΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: anemophthoría Transliteration B: anemophthoria Transliteration C: anemofthoria Beta Code: a)emofqori/a

English (LSJ)

ἡ, blasting, blight, LXX De.28.22, IG12(9).955.7, 1179.25 (Euboea).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
agostamiento καὶ φόνῳ καὶ ἀνεμοφθορίᾳ καὶ τῇ ὤχρᾳ LXX De.28.22, cf. IG 12(9).955.7 (Cálcide).

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, Windschaden, Windbruch, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοφθορία: ἡ, ἡ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προξενουμένη φθορά, ὄλεθρος, κατάρα, Ἑβδ. (Δευτερ. κη΄, 22).

Greek Monolingual

, η (Α ἀνεμοφθορία)
η φθορά που προκαλείται στις καλλιέργειες από ανέμους
αρχ.
βαριά, λοιμώδης νόσος την οποία προκαλεί ανθυγιεινός αέρας.