ἀνενθουσίαστος

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενθουσίαστος Medium diacritics: ἀνενθουσίαστος Low diacritics: ανενθουσίαστος Capitals: ΑΝΕΝΘΟΥΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anenthousíastos Transliteration B: anenthousiastos Transliteration C: anenthousiastos Beta Code: a)nenqousi/astos

English (LSJ)

ἀνενθουσίαστον, unimpassioned, ἡδοναί Plu.2.751b; βίος ἀ. εἰς τιμήν ib. 1098d. Adv. ἀνενθουσιάστως ib.346b.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de elevación ἡδοναί Plu.2.751b
que carece de contacto con la divinidad βίος Plu.2.1098d, cf. 2.1102b.
2 adv. ἀνενθουσιάστως = sin inspiración, sin fuerza γέγραφε δὲ καὶ τὴν ... ναυμαχίαν οὐκ ἀνενθουσιάστως Plu.2.346b.

German (Pape)

[Seite 223] nicht begeistert, nicht schwärmerisch, ἔρως, Plut., ἡδοναί, Amator. 4. – Auch adv. -στως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non inspiré, non échauffé.
Étymologie: , ἐνθουσιάζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνενθουσίαστος, -ον)
όποιος δεν παρασύρεται από ενθουσιασμό, απαθής ή ψύχραιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνενθουσίαστος: лишенный вдохновения, не охваченный энтузиазмом (ἡδοναί, ἀ. εἰς τιμήν Plut.).