ἀνιδιτί

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῑδῑτί Medium diacritics: ἀνιδιτί Low diacritics: ανιδιτί Capitals: ΑΝΙΔΙΤΙ
Transliteration A: anidití Transliteration B: aniditi Transliteration C: aniditi Beta Code: a)niditi/

English (LSJ)

Adv., (ἰδίω) without sweat or toil, Pl.Lg.718e.

Spanish (DGE)

adv. sin sudor, sin esfuerzo ἡ μὲν ἐπὶ τὴν κακότητα ὁδὸς λεία καὶ ἀ. παρέχει πορεύεσθαι Pl.Lg.718e, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 236] ohne Schweiß, πορεύεσθαι Plat. Legg. IV, 718 e; – ἀνιδριτί ist f. L.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῑδῑτί: adv. без пота, без особого труда (πορεύεσθαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῑδῑτί: ἐπίρρ. (ἰδίω) ἀνιδρωτί, δηλ. ἀπόνως, ἄνευ κόπου, Πλάτ. Νόμ. 718Ε.

Greek Monolingual

ἀνιδιτί επίρρ. (Α)
χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδίω «ιδρώνω»].