ἀνιδιτί
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
Adv., (ἰδίω) without sweat or toil, Pl.Lg.718e.
Spanish (DGE)
adv. sin sudor, sin esfuerzo ἡ μὲν ἐπὶ τὴν κακότητα ὁδὸς λεία καὶ ἀ. παρέχει πορεύεσθαι Pl.Lg.718e, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 236] ohne Schweiß, πορεύεσθαι Plat. Legg. IV, 718 e; – ἀνιδριτί ist f. L.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῑδῑτί: adv. без пота, без особого труда (πορεύεσθαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῑδῑτί: ἐπίρρ. (ἰδίω) ἀνιδρωτί, δηλ. ἀπόνως, ἄνευ κόπου, Πλάτ. Νόμ. 718Ε.
Greek Monolingual
ἀνιδιτί επίρρ. (Α)
χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδίω «ιδρώνω»].