ἀνισάριθμος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, unequal, ἐτῶν ὅρον X.Ep.3.
Spanish (DGE)
-ον subst. τὸ ἀ. desigualdad ἐτῶν X.Ep.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνισάριθμος: -ον, μὴ ἰσάριθμος, ἀνισάριθμον ἐτῶν φέρων τὸ μὴ ὅμοιον τῆς γενέσεως τῇ ἰσχύϊ ἡ ἀρρώστια Ξενοφ. Ἐπιστ. παρὰ Στοβ. 612. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνισάριθμος, -ον)
αυτός που δεν είναι ισάριθμος, δεν έχει ίσο αριθμό με κάποιον άλλο.
German (Pape)
von ungleicher Zahl, Xen. ep. 3.