ἀνταυγασία
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ἡ, reflection of light, Glossaria:—also ἀνταύγεια or ἀνταυγία, ἡ, Placit.2.20.12, X. Cyn.5.18, Plu.2.921b, Ps.-Hp.Hebd.1.52; ἡλίου Onos.29.2; τῆς χιόνος from the snow, D.S.17.82; shining in one's face, ἡλίου Ascl.Tact.12.10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ reflejo de la luz, Gloss.2.171.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, der Wiederschein, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγασία: ἡ, ἀντανάκλασις φωτός, Γλωσσ.: - οὕτως, ἀνταύγεια, ἡ, Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 530, Ξεν. Κυν. 5. 18· τῆς χιόνος, ἐκ τῆς χιόνος, Διόδ. 17. 82.