ἀντιθλίβω

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιθλίβω Medium diacritics: ἀντιθλίβω Low diacritics: αντιθλίβω Capitals: ΑΝΤΙΘΛΙΒΩ
Transliteration A: antithlíbō Transliteration B: antithlibō Transliteration C: antithlivo Beta Code: a)ntiqli/bw

English (LSJ)

[λῑ], press against, counteract, ἀλλήλους Archyt. ap. Stob.2.13.120:—Pass., ἀντιθλίβεται τὸ θλῖβον crushing produces counter-crushing, Arist.GA768b20.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. inf. ἀντιθλίβεν Ps.Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.120)]
empujar en sentido contrario ἀλλάλας de los dos géneros de vida, Ps.Archyt.l.c. ἀντιθλίβεται τὸ θλῖβον toda presión produce una presión contraria Arist.GA 768b20.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen drücken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιθλίβω: (λῑ) давить во встречном направлении: ἀντιθλίβεται τὸ θλῖβον Arst. давление вызывает ответное (обратное) давление.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιθλίβω: θλίβω, ἀντιπιέζω, ἀντιθλίβειν ἀλλάλας τᾷ ἀγωγᾷ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. σ. 742, ἔκδ. Γαισφόρδ.: - Παθ., ἀντιθλίβεται τὸ θλῖβον, ἡ πίεσις προκαλεῖ ἐναντίαν πίεσιν ἤτοι ἀντίδρασιν, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 4. 3, 18.

Greek Monolingual

ἀντιθλίβω (Α)
ανταποδίδω την πίεση.