ἀντινικάω
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
conquer in turn, A.Ch.499, cf. D.C.48.21.
Spanish (DGE)
(ἀντινῑκάω)
abs. obtener una victoria en revancha εἴπερ κρατηθείς γ' ἀντινικῆσαι θέλεις A.Ch.499
•c. ac. vencer a su vez τὸν ... ταμίαν D.C.48.21.5.
German (Pape)
[Seite 256] dagegen siegen, Aesch. Ch. 492.
French (Bailly abrégé)
ἀντινικῶ :
vaincre à son tour.
Étymologie: ἀντί, νικάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντινῑκάω: побеждать в свою очередь Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντινῑκάω: ἡττηθεὶς νικῶ, εἴπερ κρατηθείς γ’ ἀντινικῆσαι θέλεις Αἰσχύλ. Χο. 499, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 21.
Greek Monotonic
ἀντινῑκάω: μέλ. -ήσω, κατακτώ με τη σειρά μου, σε Αισχύλ.