ἀντιπορεύομαι

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπορεύομαι Medium diacritics: ἀντιπορεύομαι Low diacritics: αντιπορεύομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: antiporeúomai Transliteration B: antiporeuomai Transliteration C: antiporeyomai Beta Code: a)ntiporeu/omai

English (LSJ)

march to meet another, X.HG7.3.5.

Spanish (DGE)

1 ir εἰς τὰς Θήβας X.HG 7.3.5.
2 ir en dirección contraria με ... ῥοιζηδὸν φορέεις ἀντιπορευόμενον Gr.Naz.M.37.753A.

German (Pape)

[Seite 259] entgegen-, ebenfalls marschiren, Xen. Hell. 7, 3, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

marcher contre.
Étymologie: ἀντί, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπορεύομαι: выступать навстречу или против (εἰς τὰς Θήβας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπορεύομαι: παθ., βαίνω πρὸς συνάντησιν ἑτέρου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5.

Greek Monolingual

ἀντιπορεύομαι (Α)
πορεύομαι αντίθετα προς κάποιον για να τον συναντήσω.

Greek Monotonic

ἀντιπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην, Παθ., πορεύομαι για να συναντήσω άλλον, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to march to meet another, Xen.