ἀντιπορεύομαι
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
march to meet another, X.HG7.3.5.
Spanish (DGE)
1 ir εἰς τὰς Θήβας X.HG 7.3.5.
2 ir en dirección contraria με ... ῥοιζηδὸν φορέεις ἀντιπορευόμενον Gr.Naz.M.37.753A.
German (Pape)
[Seite 259] entgegen-, ebenfalls marschiren, Xen. Hell. 7, 3, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
marcher contre.
Étymologie: ἀντί, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπορεύομαι: выступать навстречу или против (εἰς τὰς Θήβας Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπορεύομαι: παθ., βαίνω πρὸς συνάντησιν ἑτέρου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5.
Greek Monolingual
ἀντιπορεύομαι (Α)
πορεύομαι αντίθετα προς κάποιον για να τον συναντήσω.
Greek Monotonic
ἀντιπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην, Παθ., πορεύομαι για να συναντήσω άλλον, σε Ξεν.