ἀπάνουργος
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ἀπάνουργον, = ἀπανούργευτος (guileless), Plu. 2.966b. Adv. ἀπανούργως S.E. M. 2.77.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de artificio de pers., Iren.Lugd.Haer.1.9.4, διδασκαλία Eus.DE 1.1, λόγοι Hom.Clem.M.2.68A
•subst. τὸ ἀ. carencia de artificio Plu.2.966b.
2 adv. ἀπανούργως = sin artificio ἀ. ὑπέρ ἑαυτοῦ τοὺς λόγους ποιεῖσθαι S.E.M.2.77, cf. Hom.Clem.M.2.65A.
German (Pape)
[Seite 278] ohne Listen u. Ränke, ἄνθρωπος οὐκ ἀπ. Ath. III, 98 a; von Tieren, τὸ ἀπ., Plut. sol. an. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans malice, simple, innocent.
Étymologie: ἀ, πάνουργος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάνουργος: бесхитростный (ἀμήχανος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάνουργος: -ον, ὁ μὴ πανοῦργος, ἁπλοῦν τε κἀπάνουργον, Πλούτ. 2. 966Α: -Ἐπίρρ -γως Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 77. - Ὡσαύτως, ἀπανούργευτος, ον, Ἐτυμ. Μ. 163. 6: -Ἐπίρρ. -τως Σχόλ. εἰς Δημ.
Greek Monolingual
ἀπάνουργος, -ον (AM)
άδολος, απονήρευτος.