ἀπήνεια
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
ἡ, (ἀπηνής)
A rudeness, discourtesy, Thphr. Char.15.1: in plural, A.R.2.1202.
2 stiffness, Heliod. ap. Orib.44.23.56, Sor.1.44.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 rudeza ἀ. ὁμιλίας rudeza en el trato Thphr.Char.15.1, ὀλοῇσιν ἀπηνείῃσιν ἄρηρεν A.R.2.1202
•crueldad θηριώδης ἀ. Gr.Nyss.M.44.1129A
•injuria εἰς φυλακὴν οὐκ (εἰς) ἀπήνειαν Procop.Gaz.M.87.269C.
2 dureza, endurecimiento μετ' ἀπηνείας καὶ σκληρίας Sor.31.12
•c. gen. τῶν ὑποκειμένων Sor.63.6, τῶν σωμάτων Heliod. en Orib.44.20.56.
German (Pape)
[Seite 290] ἡ, Härte, Unmenschlichkeit, Ap. Rh. 2, 1204.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήνεια: ἡ, (ἀπηνὴς) τραχύτης, ἡ δὲ αὐθάδεια ἔστιν ἀπήνεια ὁμιλίας ἐν λόγοις Θεοφρ. Χαρ. 15, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1202.
Greek Monolingual
ἀπήνεια, η (Α)
1. σκληρότητα, βαρβαρότητα
2. (στον λόγο) τραχύτητα.