ἀπαραδειγμάτιστος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραδειγμάτιστος Medium diacritics: ἀπαραδειγμάτιστος Low diacritics: απαραδειγμάτιστος Capitals: ΑΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aparadeigmátistos Transliteration B: aparadeigmatistos Transliteration C: aparadeigmatistos Beta Code: a)paradeigma/tistos

English (LSJ)

ἀπαραδειγμάτιστον, not liable to censure, Ptol.Tetr.170.

Spanish (DGE)

-ον
poco claro ἀ. ποιοῦσι τὰ προκειμένα τοῦ διανοητικοῦ τῆς ψυχῆς νοσήματα Ptol.Tetr.3.15.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραδειγμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ παραδείγματος, ὁ μὴ βεβαιούμενος διὰ παραδείγματος, ὁ μὴ ἀποδειχθείς, Πτολεμ. Τετράβ. 170. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 27. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαραδειγμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
(συνήθως με κακή σημασία)
1. αυτός που δεν έχει άλλον για παράδειγμα, μοναδικός
2. ασυνέτιστος
αρχ.
αυτός που δεν υπόκειται σε επίκριση.