ἀποκηδής
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
ἀποκηδές, = ἀκηδής, negligent: Adv., Comp. ἀποκηδέστερον Hp. ap. Gal.19.84.
German (Pape)
[Seite 306] ές, = ἀκηδής, fahrlässig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκηδής: -ές, = ἀκηδής, «ἀποκηδέστερον, ἀφροντιστότερον» Γαλην. Γλωσσ. σ. 438.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
insouciant.
Étymologie: ἀπό, κῆδος.