ἀποκορέννυμι
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
make quite satisfied, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 308] (s. κορέννυμι), gänzlich sättigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκορέννυμι: μέλλ. -κορέσω, ἐντελῶς ἱκανοποιῶ τινα, τὸν χορταίνω, Γλωσσ.