ἀπομάθημα
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
[ᾰθ], ατος, τό, unlearning, Hp.Fract.25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
omisión, olvido de lo aprendido ἐπίκαιρον δὲ τὸ ἀπομάθημα Hp.Fract.25.
German (Pape)
[Seite 314] τό, das Verlernte, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομάθημα: τό, τὸ ἀπομανθάνειν τι, ἐπίκαιρον τὸ ἀπομάθημα Ἱππ. π. Ἀγμ. 767· προσέτι καὶ ἀπομάθησις, ἡ, ― ἀπομάθησις... διδαγμάτων Βασίλ. τ. 1. σ. 783Α.