ἀπονηστεύω

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

German (Pape)

[Seite 316] = ἀπονηστίζομαι, die Fasten halten, Clem. Al.; aufhören zu fasten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονηστεύω: λύω τὴν νηστείαν μου, «ξενηστεύω», Ἰουστῖν. Μ. Ἀπολογ. 2. σ. 93. ― ἀπονηστίζομαι, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8613Β. 5.

Spanish (DGE)

romper el ayuno, comer, Const.App.5.13.4, 14.20, 19.7.

Greek Monolingual

(AM ἀπονηστεύω)
λύνω, σταματώ τη νηστεία.