ἀπονηστεύω
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
German (Pape)
[Seite 316] = ἀπονηστίζομαι, die Fasten halten, Clem. Al.; aufhören zu fasten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονηστεύω: λύω τὴν νηστείαν μου, «ξενηστεύω», Ἰουστῖν. Μ. Ἀπολογ. 2. σ. 93. ― ἀπονηστίζομαι, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8613Β. 5.
Spanish (DGE)
romper el ayuno, comer, Const.App.5.13.4, 14.20, 19.7.
Greek Monolingual
(AM ἀπονηστεύω)
λύνω, σταματώ τη νηστεία.