ἀποπρολείπω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
leave far behind, Ἄργος ἀποπρολιπών Hes.Fr.144, cf. A.R.1.1285, Hermesian.7.21,44.
Spanish (DGE)
dejar, abandonar, Ἄργος ἀποπρολιπών Hes.Fr.257, νῆσον ἀποπροέλειπον Ἄρηος A.R.2.1230, cf. Antim.151.3, Hermesian.7.21, 44.
German (Pape)
[Seite 320] verlassen, Hermesian. frg. 21 bei Ath. XIII, 597 d u. sp. D., z. B. Orph. Arg. 263.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρολείπω: ἀφίνω μακρὰν ὀπίσω, Ἄργος ἀποπρολιπὼν Ἡσ. παρὰ Παυσ. 9. 36, 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1285, Ἑρμησιαν. 21.
Greek Monolingual
ἀποπρολείπω (Α)
αφήνω κάτι πίσω μου, εγκαταλείπω.