ἀποσκυλεύω
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
carry off as spoil from, τί τινος Theoc.24.5.
Spanish (DGE)
(ἀποσκῡλεύω)
despojar c. ac. y gen. Πτερελάου ... καλὸν ὅπλον ἀπεσκύλευσε πεσόντος Theoc.24.5.
German (Pape)
[Seite 325] = ἀποσυλάω, ὅπλον πεσόντος Theocr. 24, 5.
French (Bailly abrégé)
dépouiller.
Étymologie: ἀπό, σκῦλον.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκῡλεύω: отнимать (τινός τι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκῡλεύω: λαμβάνω ὡς σκῦλον, λάφυρον παρά τινος, καλὸν ὅπλον ἀπεσκύλευσε πεσόντος Θεόκρ. 24. 5.
Greek Monolingual
ἀποσκυλεύω (Α)
παίρνω κάτι ως λάφυρο.
Greek Monotonic
ἀποσκῡλεύω: αφαιρώ και παίρνω κάτι ως λάφυρο, τι τινος, σε Θεόκρ.