ἀποσμήχω
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
= ἀποσμάω (wipe off), Pherecyd.33 J., Sor.1.81, Paus. 5.5.11, Luc.Tim.54, Them. Or.32.359c:—Pass., c. dat., to be smeared with, Gp.16.18.2.
Spanish (DGE)
1 enjugar, secar τὸν ἰόν Pherecyd.33
•rebañar τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ Luc.Tim.54, χυτὸν ὄμβρον Nonn.D.4.209, ἱδρῶτας Nonn.D.5.604, αὐχμόν Nonn.D.20.12, cf. 32.289, τὸ σῶμα Arr.Epict.4.11.17
•limpiar φῦκος ἀποσμήξασα καὶ ἄνθεα πικρὰ θαλάσσης AP 9.362.8, esp. heridas, llagas, etc. ψῶραν καὶ λέπραν Gal.12.285, cf. Paus.5.5.11, en v. pas. ἀποσμηχθῆναι τὰς ἐκ τῶν βλεφάρων δασύτητας Gal.11.301
•abs. limpiar una herida ἀπόσμηχε οἴνῳ Hippiatr.52.1.
2 frotar, untar (κεφαλήν) τούτοισι ref. a ungüentos, Hp.Morb.2.13, en v. pas. ἀποσμηχθέντων τῶν πεπονθότων μερῶν σποδιᾷ θερμῇ Gp.16.18.2.
German (Pape)
[Seite 325] = ἀποσμάω (abstreichen, abwischen), Luc. Tim. 54.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσμήχω: Luc. = ἀποσμάω (стирать, вытирать, счищать).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσμήχω: ἀποσμάω, Παυσ. 5. 5, 11, Λουκ. Τίμ. 54: - Μέσ., Ρήτορες (Waiz) 1. 639: - Παθ., Γεωπ. 16. 18, 2.