ἀποσταλάω
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
= drip, ἀποστάζω 1, Opp.C. 3.370,4.198.
Spanish (DGE)
(ἀποστᾰλάω)
destilar, gotear ἀφρὸν ... κατὰ χθονός Opp.C.3.370, ἀφρὸν ... ποτὶ σχερὸν αἱματόεντα Opp.C.4.198, ῥαθάμιγγας ... μελίσσης AP 2.110 (Christod.).
German (Pape)
[Seite 326] dasselbe, τί τινος, Christod. Ecphr. 110; Opp. Cyn. 3, 370. 4, 148.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰλάω: ἀποστάζω Ι., Ὀππ. Κυν. 3. 370., 4. 198, Ἀνθ. Πλαν. 141.
Greek Monotonic
ἀποστᾰλάω: = ἀποστάζω I, σε Ανθ.