ἀπόβλεπτος

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβλεπτος Medium diacritics: ἀπόβλεπτος Low diacritics: απόβλεπτος Capitals: ΑΠΟΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: apóbleptos Transliteration B: apobleptos Transliteration C: apovleptos Beta Code: a)po/bleptos

English (LSJ)

ἀπόβλεπτον, gazed on by all, admired, E.Hec.355, Procop.Arc.9,al.

Spanish (DGE)

-ον admirable Hsch.

German (Pape)

[Seite 297] worauf man hinblickt, bewundernswert, (B. A. 6 ζηλωτός), Eur. Hec. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attire les regards.
Étymologie: ἀποβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβλεπτος: приковывающий к себе взоры, вызывающий восхищение Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβλεπτος: -ον, ἀποβλεπόμενος ὑπὸ πάντων, θαυμαζόμενος, ὡς τὸ περίβλεπτος, Εὐρ. Ἑκ. 355, πρβλ. Βαλκν. Φοιν. 554.

Greek Monolingual

ἀπόβλεπτος, -ον (Α)
αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος.

Greek Monotonic

ἀπόβλεπτος: -ον, αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος, περίοπτος, θαυμαζόμενος, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from ἀποβλέπω
gazed on by all, admired, Eur.