ἀπόνευσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A bending or turning off, Stoic.2.289, Them.Or.20.236b.
II dissent, opp. κατάνευσις, Anon Fig.p.179S.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de dar la vuelta, tendencia πρὸς ἀρετὴν ἢ κακίαν Origenes Or.6.3 (= Chrysipp.Stoic.2.289), cf. Them.Or.20.236b.
2 disentimiento op. κατάνευσις Anon.Fig.p.179.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, Abneigung, Themist. or. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνευσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπονεύειν, τὸ ἀποκλίνειν, κλίσις, Θεμίστ. 236Β. ΙΙ. διαφυγή, ἀπόνευσις τοῦ κακοῦ Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5. σ. 473.
Greek Monolingual
ἀπόνευσις, η (Α)
1. η κλίση, η κατηφοριά
2. το να αποφεύγει κάποιος κάτι.