ἀπόσχισμα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is severed, M.Ant.4.29.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 escisión, fragmento escindido, c. gen., dicho de ciertas personas πόλεως M.Ant.4.29.
2 cisma τοῦ ἀποσχίσματος αἵρεσις Anon. en Eus.HE 5.16.6.
German (Pape)
[Seite 329] τό, das Abgespaltene, Getrennte, M. Anton. 4, 29.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fragment, lambeau.
Étymologie: ἀποσχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσχισμα: -ατος, τό, τὸ ἀποσχισθὲν ἢ ἀποχωρισθὲν μέρος, Μ. Ἀντων. 4. 29.