ἀπῆνθον
From LSJ
English (LSJ)
Dor. aor. 2 of ἀπέρχομαι, Theoc.2.84,al.
Spanish (DGE)
v. ἀπέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῆνθον: дор. Theocr. aor. 2 к ἀπέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῆνθον: ἀπῆλθον, Δωρ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἀπέρχομαι, Θεόκρ. 2. 84, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀπῆνθον: Δωρ. αντί ἀπ-ῆλθον, αόρ. βʹ του ἀπ-έρχομαι.