ἀπῶρυξ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
υγος, ἡ, (ἀπορύσσω)
A canal from a place, ἀπώρυγες συχναί Procop.Vand.2.19 (Scalig., for ἀπορρῶγες): metaph. of Samos, ἀ. τῆς πόλεως Demad.Fr.4 S., cf. Phld.Rh.1.181 S.
II layer of a vine, LXX Ez.17.6, Gp.5.18.1, POxy.1631.10 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-υγος, ἡ
• Grafía: frec. graf. ἀπορ-
1 canal, acequia ἐν τῷδε τῷ πεδίῳ ἀπώρυγες συχναὶ τυγχάνουσιν οὖσαι en Libia, Procop.Vand.2.19, cf. Hsch.
2 sarmiento LXX Ez.17.6
•acodo de la vid, mugrón, PLond.163.25 (I d.C.) en BL 1.260, PFlor.369.5 (II d.C.), POxy.1631.10 (III d.C.), PBerl.Leihg.23.14 (III d.C.), Gp.5.18.1
•fig. de Samos como acodo o prolongación de Atenas, Demad.Fr.28, cf. Phld.Rh.1.181.
German (Pape)
[Seite 342] υγος, ἡ, abgegrabener Kanal; – Absenker vom Weinstock, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῶρυξ: -υγος, ἡ, (ἀπορύσσω) διῶρυξ, ἢ ὑπόγειος ὀχετὸς πρὸς ἀγωγὴν ὕδατος ἀπό τινος μέρους, καθ’ Ἡσύχ. ὑδρηγός, «ἀπώρυγας· ὑδρηγούς»· ἀπώρυγες συχναὶ Προκόπ. Ἱστ. 285Β, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Σκαλιγήρου, ἀντὶ ἀπορρῶγες: πρβλ. ἀπορρώξ. ΙΙ. ἐπὶ κλημάτων ἀμπέλου, ἐμβροχάς, καταβολάς, Λατ. mergus, καὶ ἐγένετο εἰς ἄμπελον, καὶ ἐποίησεν ἀπώρυγας Ἑβδ. (Ἱεζεκ. ιζ΄, 6), Γεωπ. 5. 18, 1.
Greek Monolingual
ἀπώρυξ (-υγος), η (AM)
1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα
2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].