ἀρρύθμιστος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρύθμιστος Medium diacritics: ἀρρύθμιστος Low diacritics: αρρύθμιστος Capitals: ΑΡΡΥΘΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: arrýthmistos Transliteration B: arrythmistos Transliteration C: arrythmistos Beta Code: a)rru/qmistos

English (LSJ)

ἀρρύθμιστον,
A not reduced to form, unorganized, Arist.Metaph.1014b27, Ph.193a11.
II of stone, undressed, rough-hewn, Plot.5.8.1.

Spanish (DGE)

-ον
desorganizado, que no tiene forma τι τῶν φύσει ὄντων, ἀρρυθμίστου ὄντος καὶ ἀμεταβλήτου Arist.Metaph.1014b27, Ph.193a11, τοῦ μὲν (sc. λίθου) ἀρρυθμίστου καὶ τέχνης ἀμοίρου Plot.5.8.1.

German (Pape)

ἄρρυθμος, Arist. physiogn. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρύθμιστος: Arst. = ἄρρυθμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρύθμιστος: -ον, ὁ μὴ ῥυθμισθείς, ἀκανόνιστος, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 4, 3, Φυσ. 2. 1, 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM άρρύθμιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ρυθμιστεί, ο ακανόνιοτος
2. ο ακατέργαοτος.