ἀρτίδορος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ἀρτίδορον, just stripped off or peeled, cj. Toup in AP6.22 (Zon.) for ἀντίδορος (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: ἄρτι, δέρω.
German (Pape)
λεπίδος κάρυον, eben ausgeschält, Zon. 3 (VI.22) v.l. ἀντίδορος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδορος: только что очищенный (κάρυον λεπίδος Anth. - v.l. ἀντίδορος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίδορος: -ον, ὁ ἄρτι γυμνωθεὶς τοῦ φλοιοῦ, ὁ πρὸ ὀλίγου «ξεφλουδισθείς», κάρυον χλωρῆς ἀρτίδορον λεπίδος (διάφ. γρ. ἀντίδορον) Ἀνθ. Π. 6. 22.
Greek Monotonic
ἀρτίδορος: -ον (δείρω), αυτός που απογυμνώθηκε από φλοιό ή ξεφλουδίστηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.