ἀρτίχυτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀρτίχυτον,
A just poured or shed, φόνος Opp.H.2.617; αἷμα Nonn. D. 39.226.
II Act., μαζός ib.13.431.
Spanish (DGE)
(ἀρτίχῠτος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 recién vertido φόνος Opp.H.2.617, cf. Nonn.D.39.226, 21.23, ὄμβρος Nonn.D.32.296, cf. Par.Eu.Io.2.7, μήθη Nonn.D.14.416.
2 que comienza a fluir, fluyente μαζός Nonn.D.13.431.
German (Pape)
[Seite 363] eben ausgegossen, μαζός Nonn.; φόνος Opp. H. 2, 617.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίχῠτος: μόλις χυθείς, πρὸ ὀλίγου ἐκχυθείς, φόνος Ὀππ. Πλ. 2. 617.
Greek Monolingual
ἀρτίχυτος, -ον (Α)
1. ο μόλις χυμένος
2. φρ. «ἀρτίχυτος μαζός» — ο μαστός που τώρα μόλις αρχίζει να βγάζει γάλα.