ἀσηρής
From LSJ
English (LSJ)
ἀσηρές, = ἀσηρός (causing discomfort, feeling disgust, disdainful, feeling discomfort), causing discomfort, Gal. 18(2).850.
Greek Monolingual
ἀσηρής (-οῦς), -ες και ἀσηρός, -ά, -ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) άση
1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία
2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι.