ἀσηρής

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσηρής Medium diacritics: ἀσηρής Low diacritics: ασηρής Capitals: ΑΣΗΡΗΣ
Transliteration A: asērḗs Transliteration B: asērēs Transliteration C: asiris Beta Code: a)shrh/s

English (LSJ)

ἀσηρές, = ἀσηρός (causing discomfort, feeling disgust, disdainful, feeling discomfort), causing discomfort, Gal. 18(2).850.

Greek Monolingual

ἀσηρής (-οῦς), -ες και ἀσηρός, -ά, -ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) άση
1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία
2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι.