ἀσθματικός

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθματικός Medium diacritics: ἀσθματικός Low diacritics: ασθματικός Capitals: ΑΣΘΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: asthmatikós Transliteration B: asthmatikos Transliteration C: asthmatikos Beta Code: a)sqmatiko/s

English (LSJ)

ἀσθματική, ἀσθματικόν, suffering from dyspnoea or asthma, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Antyll.ib.6.8.4, Dsc.1.25, Gal.13.106; panting, Man.4.274.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. que padece disnea o asma, asmático Herod.Med. en Orib.10.8.9, Antyll. en Orib.6.8.4, Dsc.1.25, Gal.13.106.
2 jadeante Λέων Man.4.274 (cód.).

German (Pape)

[Seite 370] kurzathmig, schwerathmend, Diose.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀσθματικός, -ή, -όν) άσθμα
αυτός που πάσχει από δύσπνοια, από άσθμα
νεοελλ.
ο ταχύτατος, αυτός που προκαλεί λαχάνιασμαασθματικός ρυθμός»)
αρχ.
εκείνος που αναπνέει με δυσκολία.