ἀστερικός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ἀστερική, ἀστερικόν, planetary, κινήματα Theol.Ar.37.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio de los astros, sideral ἑπτὰ γὰρ κινημάτων ἀστερικῶν ὑπαρχόντων Theol.Ar.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστέρος, ὁ εἰς τοὺς ἀστέρας ἀνήκων, ἑπτὰ γὰρ κινημάτων ἀστερικῶν ὑπαρχόντων Θεολ. ἀριθμ. σ. 37.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α ἀστερικός, -ή, -όν) αστήρ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο, το ριζικό του κάθε ανθρώπου όπως ορίζεται από το ζώδιό του
αρχ.
αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τ' αστέρια.