ἀστεφής
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
ἀστεφές, = ἀστέφανος, Man.6.517:—also ἄστεφος, ον, A.D. Pron.31.15.
Spanish (DGE)
-ές
no coronado e.d. no triunfador ἐπὶ χθόνα πᾶσαν ἀλῶνται ἀστεφέες Man.6.517.
German (Pape)
[Seite 375] ές, ungekränzt, Maneth. 6, 517.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεφής: -ές, = ἀστεφάνωτος, Μανέθ. 6. 517.
Greek Monolingual
ἀστεφής, -ές (Α)
ο αστέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -στεφής < στέφος («στεφάνι») < στέφω.