ἀτόπαστος
From LSJ
English (LSJ)
ἀτόπαστον, unconjecturable, not to be guessed, A.Fr.119.
Spanish (DGE)
-ον
improbable s. cont., A.Fr.119
•increíble οὐκ αὖ ἀτόπαστον τοῦτο Phld.Adul.7.11G.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zu errathen, Aesch. fr. 108 bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόπαστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀνείκαστος, Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 115).
Greek Monolingual
ἀτόπαστος, -ον (Α) τοπάζω
ανείκαστος, αφάνταστος.