ἀχραής
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἀχραές, gen. έος, = ἀχρανής, Nic. Th. 846 ; ψυχρὸν ἀ. pure cold water, AP 9.314 (Anyte).
Spanish (DGE)
-ές
puro, intacto ἀδίαντον Nic.Th.846
•del agua límpido ψυχρὸν AP 9.314 (Anyte).
German (Pape)
[Seite 419] ές, unberührt, rein, ὕδωρ Anyt. 9 (IX, 314); vgl. Nic. Th. 846.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρᾱής: Anth. = ἄχραντος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρᾱής: -ές, γεν. -έος, τῷ ἑπομ., Νικ. Θ. 846. Ἀνθ. Π. 9. 314.
Greek Monotonic
ἀχρᾱής: -ές, γεν. -έος, = το επόμ., σε Ανθ.