ἁδροσύνη
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ἡ, (ἁδρός) = ἁδροτής, of ears of corn, Hes.Op.473.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ fuerza, vigor de espigas, Hes.Op.473.
German (Pape)
[Seite 37] ἡ, die volle Reise, der Aehren. Hes. O. 475; Sp. Stärke, Dicke.
Russian (Dvoretsky)
ἁδροσύνη: ἡ спелость Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδροσύνη: ἡ, (ἁδρός) = ἁδροτής, ἐπὶ σταχύων σίτου, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 471.
Greek Monotonic
ἁδροσύνη: ἡ (ἁδρός) = ἁδροτής, λέγεται για τα στάχυα σιταριού, σε Ησίοδ.