ἁλίδουπος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἁλίδουπον, sea-resounding, of Poseidon, Orph.H.17.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que hace retumbar al mar Posidón, Orph.H.17.4.
2 rugiente πόντος Orph.H.58.7; cf. ἁλίγδουπος.
German (Pape)
[Seite 96] meertosend, Poseidon, Orph. H. 17, 4; πόντος 58, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίδουπος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἠχῶν, περὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ὀρφ. Ὕ. 17.4· πρβλ. ἁλίγδ-.
Greek Monolingual
ἁλίδουπος, -ον και ἁλίγδουπος (Α)
1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα
2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» — ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός].