ἄησις
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἄημι) = ἄημα, blowing, E.Rh.417, cf. Fr.781.46.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 soplo E.Rh.417, Fr.781.46.
2 invierno ἐν τοῖσδ' ἄησιν καὶ θέρος διέρχομαι E.Fr.78a.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, das Wehen, Eur. Rhes. 417.
Russian (Dvoretsky)
ἄησις: εως ἡ дуновение, ветер (ψυχρά Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄησις: -εως, ἡ (ἄημι) = ἄημα, φύσημα, Εὐρ. Ρῆσ. 417.
Greek Monotonic
ἄησις: -εως, ἡ (ἄημι), φύσημα, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἄημι, a blowing, Eur.